- σωματῶδες
- σωματώδηςmasc/fem voc sgσωματώδηςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλόγαρος — ο [άλογο] σωματώδες άλογο, η αλογάρα, αλόγα (και χλευαστικά) … Dictionary of Greek
σωματώδης — ες / σωματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] νεοελλ. εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα μσν. αρχ. πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται τυρός», Αριστοτ.). επίρρ … Dictionary of Greek
ЖИЗНЬ — Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) [греч. βίος, ζωή; лат. vita], христ. богословие в учении о Ж.… … Православная энциклопедия